Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 2023

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ ΜΠΑΣΕΤΑΣ

 






Αγαπητοί συμπατριώτες και φίλοι της ιστοσελίδας μας.Σας πληροφορούμε ότι εκδόθηκε και κυκλοφορεί απο τις εκδόσεις "Λειμών" το νέο βιβλίο του συμπατριώτη μας κυρίου Κωνσταντίνου Μπασέτα με τίτλο "Χωριά της Ηλείας στα ύστερα Βυζαντινά και μεταβυζαντινά -Οθωμανικά έτη,όπου περιγράφονται με βάση Οθωμανικά κατάστιχα πάνω απο 100 χωριά της Ηλείας της εποχής εκείνης.Ανάμεσα σε αυτά εξέχουσα θέση κατέχουν και το χωριό μας Χελιδόνι , ο Πύργος, η Καλολετσή, του Μπάστα,τα Λεχαινά και άλλα.

  Ενα βιβλίο που δείχνει τις ρίζες των σημερινών Ηλείων και το οποίο πρέπει να διαβαστεί απο κάθε Ηλείο και όχι μόνο.


Δευτέρα 27 Αυγούστου 2018

Μνημεία και τοπωνύμια του χωριού


Μνημεία του χωριού Χελιδόνι

Από το βιβλίο του κυρίου Κωνσταντίνου Μπασέτα με τίτλο  (Το Χελιδόνι της Ηλείας ,650 χρόνια ιστορικής μαρτυρίας, Αθήνα 2013).
Με την ευγενική συγκατάθεση του συγγραφέα.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2016

Χελιδόνι Αρχαίας Ολυμπίας.

Χελιδόνι Αρχαίας Ολυμπίας
1)Προλογικά:
  Το χωριό Χελιδόνι αποτελεί τοπική κοινότητα  του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας. Είναι το μοναδικό χωριό με το όνομα αυτό σε όλη την Ελλάδα.Χελιδόνι, βέβαια, ονομάστηκε κατά την δεκαετία του 1960 και ο συνοικισμός Κούτσι που σήμερα ανήκει στην τοπική κοινότητα Δαφνούλας του Δήμου Ανδρίτσαινας-Κρεστένων.
  Πριν από του Καποδιστριακούς και Καλλικρατικούς  δήμους αποτελούσε ξεχωριστή κοινότητα,την κοινότητα Χελιδονίου Ηλείας.
  Ας σημειωθεί ότι μετά την επανάσταση του 1821 αποτέλεσε την πρώτη έδρα του δήμου Ωλένης.Ως χωριό του δήμου Ωλένης και της επαρχίας Γαστούνης το αναγνωρίζει κανείς και κατά την Β’ Τουρκοκρατία.

2)Ιστορία:
  Στην ιστορία και σε διάφορες πηγές, το Χελιδόνι αναφέρεται από το έτος 1364 και μάλιστα ως κάστρο και χωριό Χελιδόνι.Είναι ένα από τα αρχαιότερα και μεγαλύτερα χωριά της Ηλείας.
  Πιο συγκεκριμένα, στο βιβλίο του κ. Κωνσταντίνου Μπασέτα με τίτλο (Το Χελιδόνι της Ηλείας, 650 χρόνια ιστορικής μαρτυρίας, ιστορία, Μνημεία, Θρύλοι και Παραδόσεις) διαβάζει κανείς  ότι το Χελιδόνι σύμφωνα με τις μαρτυρίες αποτελεί ένα Μεσαιωνικό χωριό από τα σπουδαιότερα της περιοχής μαζί με τα άλλα χωριά του άλλοτε δήμου Ωλένης δηλαδή το Γούμερο και τη Ωλενα.Χωριά σημαντικά στα ύστερα Βυζαντινά χρόνια, αλλά και κατά τη Φραγκοκρατία.(βλ. σελ. 23 του μνημονευόμενου παραπάνω βιβλίου).
  Στο βιβλίο αυτό σύμφωνα με τους χορογραφικούς χάρτες του Karl Horf   για τα Φέουδα του Μωριά , το Χελιδόνι αναφέρεται ως κάστρο Χελιδόνι, όχι μόνο κατά το έτος 1364, χρονολογία που πρωτομαρτυρείται γραπτώς ως χωριό, αλλά και σε όλους τους πίνακες  των κάστρων του Μωριά, όπως π.χ. τον πίνακα του 1450, μέχρι και την κατάληψή  του από τους Τούρκους το 1460.
  Μετά την κατάληψή του από τους Τούρκους, συνεχίζει να καταγράφεται στα Οθωμανικά κατάστιχα του έτους 1461/63 ως Χελιδόνι και μάλιστα ως ένας οικισμός από τους  μεγαλύτερους όχι μόνο της Ηλείας αλλά και ολόκληρης της Πελοποννήσου , αφού είχε κάτι περισσότερους από 1000 κατοίκους.Για την ακρίβεια κατά τα Οθωμανικά κατάστιχα είχε 185 οικογένειες πλήρεις, 17 οικογένειες χηρών γυναικών  και 8 ενήλικες νέους (βλ. βιβλιο Κων/νου Μπασέτα,ο.π.,σελ.48 και εξής).
  Η κατάληψη του χωριού από τους Τούρκους δεν κράτησε και πολύ, αφού 3 χρόνια αργότερα, το 1463, επαναστάτησαν εναντίον των Τούρκων μαζί με τα άλλα χωριά της τότε επαρχίας Γουμέρου: το ίδιο το Γούμερο δηλαδή και την Ωλενα και ελευθερώθηκαν από αυτούς με την ευκαιρία του Α΄ Βενετοτουρκικού πολέμου που ξέσπασε το 1463 ως το 1479.Οι Χελιδονιώτες δηλαδή και Γουμεριώτες και οι Ωλεναίοι συμπαρατάχτηκαν με τους Βενετούς στον πόλεμο τους εναντίον των  Τούρκων και με κυβερνήτη τους τον Μιχαήλ Ράλη εδιωξαν τους Τούρκους, γινόμενοι ασφαλώς υπήκοοι των ενετών.
  Ας σημειωθεί ότι γύρω από το κάστρο του Χελιδονίου που κυβερνούσε ο Μιχαήλ Ράλης, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή πρέπει να έγιναν σφοδρές μάχες με τους Τούρκους(ο.π.σ.113&114).Η απελευθέρωση αυτή από τους Τούρκους δεν κράτησε πολύ, αφού 7 χρόνια αργότερα το Χελιδόνι, όπως και το Γούμερο και η Ώλενα ξανά κυριεύτηκαν από τους Τούρκους το έτος 1470.
  Σε αυτή τη δεύτερη κατάκτηση του Χελιδονίου από τους Τούρκους, καταστράφηκε και ερημώθηκε και το κάστρο του Χελιδονίου.Το κάστρο Χελιδόνι ήταν ένα από τα σημαντικότερα κάστρα της Ηλείας, αλλά και της Πελοποννήσου για την εποχή εκείνη(βλ.Μπασέτας Κων/νος,ο.π.,σελ.104-121).
  Επακολούθησε το μαύρο σκοτάδι της σκλαβιάς  στους Τούρκους, όπου το Χελιδόνι παρά τις αφαιμάξεις που υπέστη, όπως και όλη η Πελοπόννησος στην περίπτωσή μας, εξακολουθεί να υπάρχει και πιθανώς να ακμάζει, αφού στο 1520 το ξαναβρίσκουμε σε Οθωμανικά κατάστιχα επίσης ως ένα μεγάλο χωριό της Ηλείας, με περισσότερες από 160 οικογένειες, ανάμεσα στις οποίες και 6 Οθωμανικές οικογένειες (βλ.Μπασέτας Κων/νος,ο.π.,σελ.123-138).
  Το Χελιδόνι το ξαναβρίσκουμε στη συνέχεια και κατά το έτος 1700, όπου στην απογραφή Γκριμάνι αναφέρεται ως υπάρχων , με 68 οικογένειες και 273 κατοίκους.Αν και ο πληθυσμός του Χελιδονίου στο έτος αυτό είναι πολύ μειωμένος σε σχέση με τα ύστερα Βυζαντινά χρόνια και την Α Τουρκοκρατία εν τούτοις εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο χωριό της Ηλείας και μάλιστα το πέμπτο στη σειρά μετά από τη Γαστούνη, τα Λεχαινά, τη Δίβρη και την Ανδραβίδα (βλ.,ο.π.,σελ.150).
  Στη Β Τουρκοκρατία το Χελιδόνι παρήκμασε, κυρίως μετά την επανάσταση των Ορλώφ στο 1770, οπότε και καθυποτάχτηκε και κατεξουσιάστηκε από τους Τουρκαλβανούς Λαλαίους.
  Από το αναφερόμενο παραπάνω βιβλίο του Κων/νου Μπασέτα μαθαίνουμε επίσης ότι ο τελευταίος Τούρκος τύραννος του χωριού ήταν ο τουρκαλβανός αγάς με το όνομα Νεζίφης Καραχούζος (σελ.184).
  Στην επανάσταση του 1821 το χωριό Χελιδόνι υπήρξε παρόν.Συμμετείχε στην επανάσταση με τα παλικάρια του, ανάμεσα στα οποία και ο Συρίνης Βγενής, ο Ροζαλόπουλος Χρύσαντος, ο Αναγνωστόπουλος Δημήτριος, ο Ζέρβας Σπύρος και ο μετέπειτα κάτοικος του Χελιδονίου Κουντούρης Νικόλαος, γνωστός από τις μερίδες Κουντούρη (ο.π.,σελ.182).
  Ας σημειωθεί ότι κατά την επανάσταση του 1821 πρόεδρος η προεστός του χωριού ήταν ο Γιάννης Βενιζέλος, ενώ ιερέας του χωριού ήταν ο Παπακωνσταντίνος Οικονόμου(ο.π.,σε΄.177).
  Τα υπόλοιπα για το Χελιδόνι, μετά την επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα μπορεί να τα μελετήσει κανείς είτε από το βιβλίο του Κων/νου Μπασέτα που αναφέραμε παραπάνω είτε από άλλες σύγχρονες πηγές.
3)Επίλογος
  Ανακεφαλαιώνοντας από τα παραπάνω για την ιστορία του χωριού Χελιδόνι, τονίζουμε ότι το Χελιδόνι έχει μια ιστορία 650 ετών.Το 2014 ήδη συμπληρώθηκαν τα χρόνια αυτά και θα μπορούσαμε να τα είχαμε γιορτάσει ως Χελιδονιώτες.Μπορεί όμως να τα γιορτάσει το χωριό μας-αν το θελήσει κανείς και τώρα.
  Πέρα από την αρχαιοτητά του, θέλουμε να τονίσουμε ότι το χωριό αυτό εμφανίζεται από το 1364 μέχρι σήμερα με το ίδιο ονομα:Χελιδόνι.Οποιο άλλο όνομα που λέγεται ότι είχε το χωριό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
4)Μνημεία και αξιοθέατα του Χελιδονίου.
 
  Ως μνημεία του χωριού αναφέρουμε α) τον παλιό Ιερό Ναό, τον Πολιούχο του χωριού, Άγιο Βασίλειο, ο οποίος μαρτυρείται από το 1700 μ.Χ., β)το μοναστήρι της Σεντουκιώτισας, το οποίο μαρτυρείται από το 1749(βλ.Κων.Μπασέτα.,ο.π.σελ.295)γ) η βρύση δόξερη κ.α.
  Αν θέλει κανείς να δει τι υπήρχε και πριν από το Χελιδόνι που περιγράφουμε, στην ευρύτερη περιοχή του Χελιδονίου, αρκεί να διαβάσει η και να επισκεφθεί κανείς το Μυκηναϊκό Νεκροταφείο του Χελιδονίου, το οποίο βρίσκεται στα δύο χιλιόμετρα ν.δ. του χωριού(βλ.Μπασέτας,ο.π.,σελ.318).
  Όλα τα παραπάνω μνημεία μπορεί κανείς να τα επισκεφθεί και σήμερα.Απλώς πρέπει κανείς να τα αναδείξει……
  Τέλος θέλουμε να αναφέρουμε ότι με την φροντίδα ενός συμπατριώτη μας ανηγέρθει  τελευταίως με βάση την ιστορία του χωριού και μια αναθηματική στήλη που αποτελεί το <<Μνημείο ιστορίας του Κάστρου και του Χωριού Χελιδόνι>>














































                                       
                                   


Το βιβλίο αναφέρεται στην τοπική ιστορία του χωριού Χελιδόνι Ηλείας από της πρώτης γραπτής μαρτυρίας για την ύπαρξή του, το έτος 1364, ως σήμερα.
Υπάρχουν όμως αναφορές και στην ιστορία άλλων χωριών της περιοχής και κυρίως των λεγόμενων ωλενιακών χωριών, όπως του Γουμέρου και της Ωλένης στα χρόνια της Α’ Τουρκοκρατίας.

Σύντομο βιογραφικό του Κωνσταντίνου Χ. Μπασέτα

Ο Κωνσταντίνος Μπασέτας γεννήθηκε στο Χελιδόνι Ηλείας. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως, από την οποία πήρε πτυχίο δασκάλου, και στο Πανεπιστήμιο του Freiburg της Γερμανίας, από το οποίο πήρε τον τίτλο Magister Artium στα Παιδαγωγικά, την Ψυχολογία και Φιλοσοφία. Το έτος 1990 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Παιδαγωγικής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε επί σειράν ετών σε δημοτικά σχολεία, ως Καθηγητής των Παιδαγωγικών στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, στο Μαράσλειο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης, στις σχολές Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών, καθώς και σε μεταπτυχιακά τμήματα σπουδών. Διετέλεσε Σχολικός Σύμβουλος της Δημοτικής Εκπαίδευσης. Έγινε Καθηγητής της Παιδαγωγικής Ψυχολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο οποίο δίδαξε, ως τη συνταξιοδότηση του, επί 20 συναπτά έτη. Είναι συγγραφέας πολλών επιστημονικών άρθρων και μελετών, κυρίως ψυχοπαιδαγωγικού περιεχομένου. Από τις εκδόσεις «Διάδραση» κυκλοφορούν και τα βιβλία του Ψυχολογία της μάθησης, Παιδαγωγική αλληλεπίδραση στο σχολείο και Γνωστικές - πραξιακές θεωρίες μάθησης και σχολική πρακτική.


Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Το χωριό μας


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ 
Π.Τ.Δ.Ε.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΙΩΣΗΣ
ΑΞΑΚΤΙΝΩΣΗ ΠΥΡΓΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ
ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ:
(ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)
ΔΙΔΑΣΚΩΝ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ

ΘΕΜΑ:Ιστορικά και Λαογραφικά του χωριού
Χελιδόνι Ηλείας!!!

Του ΤΕΡΛΕΠΑΝΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, Α.Μ.319  ΤΜΗΜΑ 13


βασικοί αφηγητές: + Βασίλης Γκολφίνος .1923
                                     +Γεώργιος Στεργιόπουλος.1923
                             +Ζωή Στεργιοπούλου.1925
                                          +Ελπιδοφόρος Νικολόπουλος.1922






Το Χελιδόνι (Χιλιδόνι για τους παλιότερους) είναι ένα από τα μεγαλύτερα και παλαιότερα χωριά της Ηλείας.
Βρίσκεται χτισμένο σε υψόμετρο 360μ. στη βόρεια κλιτύ ενός επιμήκους λόφου του οποίου η νότια πλευρά είναι ιδιαίτερα απότομη (κρημνώδης) ενώ η βόρεια, όπου και το χωριό, παρουσιάζει σημαντική κατωφέρεια και καταλήγει στη συνέχεια ομαλά στην κοιλάδα που σχηματίζει ο ποταμός Ενιππέας (Λεστενίτσα).
Η οικιστική παρουσία στην περιοχή ανάγεται στους υστερομηκυναϊκούς χρόνους όπως μαρτυρεί η ύπαρξη συστάδας Υ.Μ. θαλαμωτών τάφων, λαξευμένων σε μαλακό αμμόβραχο, στο λοφίσκο «Διαμαντάκου» σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου στα νοτιοδυτικά του χωριού. Η συστάδα αυτή των τάφων αποκαλύφθηκε τυχαία κατά τη διάνοιξη αγροτικού δρόμου στα 1970. Έγινε τότε σωστική ανασκαφή σε μερικούς από αυτούς και τώρα (Ιούνιος 2005) ανασκάπτονται και οι υπόλοιποι.
Σύμφωνα με πληροφορίες από τους ντόπιους, κατά καιρούς στην ευρύτερη περιοχή έχουν ανεβρεθεί αρκετά αρχαία «αντικείμενα», τα οποία δυστυχώς χάνονται στο «σκοτάδι» καθώς όπως και σε άλλες περιοχές της χώρας μας και του νομού μας την αδυναμία των αρχαιολογικών υπηρεσιών αντικαθιστά η μάστιγα της αρχαιοκαπηλίας.
Στους μεσαιωνικούς χρόνους το Χελιδόνι αναφέρεται σαν κάστρο. «Το όνομα του χωρίου τούτου μνημονεύεται εν Tables des Fiefs de la Moree, ένθα σημειούται υπάρχον τω 1364, «Lo castello de Chillidonij».  Επ’ ίσης εν τω καταλόγω Πελοποννησιακών κάστρων του έτους 1463, τω παρατιθεμένω εν Estratti κλπ., σημειούται κάστρον Chilidoni vel Clidoni μετά κάστρον Vumeri. Και εν ετέρω καταλόγω Πελοποννησιακών κάστρων του έτους 1467, το οποίον βλέπει τις  εν τοις Estratti κλπ., σημειούται ωσαύτως κάστρον Chilidoni. Αφ’ ετέρου μνείαν του ονόματοςποιείται και ο ιστορικός Γεώργιος Φραντζής, όστις λέγει, ότι οι Βενετοί τω 1470 ηττηθέντες εν Ευβοία υπό των Τούρκων παρέδοσαν εις αυτούς πλην άλλων τόπων και την Ώλαιναν, το Βουμερόν και το Χελιδόνι.1
Σήμερα στην τοποθεσία «Κάστρο», απόκρημνο ύψωμα που βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του χωριού, και στη βορινή πλευρά του είναι το νεκροταφείο της κοινότητας. Σε επίσκεψή μου στην περιοχή το 1990 υπήρχαν διάσπαρτα παντού όστρακα (κομμάτια πλατιών κεραμιδιών) και τέσσερις μεγάλου μεγέθους ορθογώνιες πέτρες τειχοδομής από κογχυλιάτη λίθο. Σήμερα ούτε αυτές δεν υπάρχουν αλλά ούτε κάτι που να θυμίζει την ύπαρξη κάστρου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις τα τείχη του κάστρου όταν γκρεμίστηκαν αποτέλεσαν οικοδομικό υλικό για τα σπίτια του χωριού.
Στα 1700, στην απογραφή Grimani2 το Ghelidoni φαίνεται ότι αποτελείται από 68 οικογένειες που αριθμούσαν συνολικά 273 κατοίκους (150 άνδρες και 123 γυναίκες).
Σύμφωνα με τους ντόπιους κατά την εποχή της τουρκοκρατίας εκτός από τον κύριο οικισμό υπήρχαν κοντά στο χωριό άλλοι 5 μικρότεροι οικισμοί. Τρεις στις τοποθεσίες με το σημερινό όνομα «Παλιοχώρι», ένας στην τοποθεσία «Νι(ο)χώρι» ανατολικά του «Κάστρου», οι οποίοι δε μαρτυρούνται πουθενά, και ο οικισμός «Σουληνάρι» που δεν υπάρχει σήμερα, παρά μόνο σαν τοπωνύμιο, αλλά μαρτυρείται στην απογραφή του 18303 (επί Καποδίστρια) με 9 οικογένειες.
Στην ίδια απογραφή το Χελιδόνι καταγράφεται με 52 οικογένειες.
Το 1835 όταν συγκροτήθηκαν οι πρώτοι δήμοι ανήκε στο Δήμο Ώλενος, απετέλεσε την πρώτη έδρα του δήμου, αλλά δεν υπάρχει πια ο οικισμός «Σουληνάρι».


Το 1841 με το Β.Δ. 22/01/1841 ΦΕΚ 5/8-3-1941 δημιουργείται ο δήμος Ωλενιαίων και η έδρα μεταφέρεται στο Λατζόι.
Το 1845 Β.Δ. 5/12/1845 ΦΕΚ 34/20-12-1845 ο δήμος μετονομάζεται σε Δήμο Ωλένης με την ίδια έδρα που στη συνέχεια εναλλάσσεται με το Καράτουλα.
Το 1912 Β.Δ. 18/8/1912, ΦΕΚ Α256/1912 το Χελιδόνι αναγνωρίζεται ως αυτοτελής κοινότητα μαζί με το χωριό Μπάστα.
Από το 1835 ως το 2001 παρουσιάζει την παρακάτω πληθυσμιακή εξέλιξη4:

1835
1879
1889
1896
1907
1920
1928
1940
1951
1961
1971
1981
1991
2001
312
450
443
482
567
601
638
792
898
992
802
653
662
680

Σήμερα ανήκει στο Δήμο Αρχαίας Ολυμπίας.




1. Ηλιόπουλος, Κ. (1948) Το τοπωνυμικόν της Ηλείας. Τυπογραφείο Α. Παπασπύρου, εν Αθήναις (ανάτυπον εκ του ΝΒ΄ Τόμου του περιοδικού «Αθηνά») σελ. 159 (η αρίθμηση από το περιδικό)
2. Παναγιωτόπουλος, Β. (1947) Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου 13ος -18ος αιώνας . Ιστορικό Αρχείο Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδας, Αθήνα σελ. 272
3. Μπέλια, Ε. (1980) Στατιστικά της Ηλείας κατά την Καποδιστριακήν περίοδον στο Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου Ηλειακών Σπουδών (23-26 Νοεμ. 1978), Αθήνα σελ. 144
4. Πρίγγουρης, Δ. (1995) Η Διοικητική Διαίρεση του Νομού Ηλείας (Από τη Βενετοκρατία μέχρι σήμερα), εκδ. περ. Αλφειός, Πύργος



ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Σύμφωνα με την παράδοση το Χελιδόνι παλιότερα (άγνωστο πότε) ονομαζόταν Καρυές. Το όνομά του το πήρε από ένα τεράστιο χελιδόνι που δέσποζε στην κορυφή του πύργου του Γαλάνη και αποτελούσε αξιοθέατο και σημείο αναφοράς για τους κατοίκους των γύρω χωριών.
«Πιο παλιά το χωριό δεν το λέγανε Χελιδόνι, το λέγανε Καρυές. Ήτανε τότε εδώ ένας που τόνε λέγανε Γαλάνη, στην τουρκοκρατία λέμε τώρα, πολύ πλούσιος. Έκανε εμπόριο με τη Σουηδία, ήτανε Σουηδός, δεν ξέρω να σου πω, Σουηδός μου είχε πει ο γερο-Κυριαζής. Έφερε, έτσι  λέγανε οι παλιοί, Σουηδούς μαστόρους να του φτιάξουνε έναν πύργο μεγάλο. Όταν τον τελειώσανε, ο Γαλάνης ήτανε πολύ φχαριστημένος και τους καλοπλήρωσε. Τους έδωκε παραπάνω απ’ όσα του ’χανε συμφωνήσει. Τότες κι αυτοί για να τον ευχαριστήσουνε, πιάσανε και του φτιάξανε ένα χελιδόνι πολύ μεγάλο. Το ψήσανε στα καμίνια που είχανε φτιάσει τα κεραμίδια για τον πύργο, στα Μερτέσσα, και το βάλανε απάνου στον πύργο, στη σκεπή του, και φαινότανε πολύ μακριά, ως κάτου το ποτάμι κι άμα περνάγανε από τα γύρω χωριά, γιατί ο δρόμος τότες ήτανε κάτου στο ποτάμι, το θαυμάζανε, όλος ο κόσμος, κι ερχόσαντε να το δούνε. Και λέγανε: «Πάμε στο χελιδόνι» και έτσι βγήκε τ’ όνομα  του χωριού... Ο πύργος αυτουνού του Γαλάνη ήτανε στου Μερεμέτη, εκεί που ’ναι τώρα του Κωστάκη, δίπλα από την ψησταριά του Αποστόλη του Πασχάλη. Ήτανε εκεί οι πέτρες του πύργου του γκρεμισμένου...». (Β. Γκολφίνος)

            Η προσωπική μου άποψη είναι ότι μέσα από αυτή την αντιφατική με τα ιστορικά στοιχεία παράδοση διαφαίνεται η πιθανότητα το Χελιδόνι να πήρε τ’ όνομά του από το οικόσημο κάποιου Φράγκου αφέντη του κάστρου και στην ενθύμηση των κατοίκων να συγχέεται με το «αρχοντικό» κάποιου Γαλάνη για τον οποίο υπάρχουν κι άλλες παραδόσεις, και την περίοδο της τουρκοκρατίας. Θα πρέπει να γίνει έρευνα γι’ αυτό το οικόσημο και την οικογένεια που το είχε με την ελπίδα πως θα βρεθεί κάτι που ίσως να τη συνδέει με το χωριό.



ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

ΕΝΑ ΕΡΩΤΙΚΟ ΔΡΑΜΑ
            «Εδώ, στη Δόξαρη, διαδραματίστηκε ένα μεγάλο και τρομερό ερωτικό ειδύλλιο το οποίο συνέβη το 1936, που συγκλόνισε τους πάντες και τα πάντα, με τον Ανδρέα και την Αγγελική. Ο Ανδρέας (Κατσιαδράμης) κατάγετο από το χωριό Ρετεμπούγα Γορτυνίας, τη σημερινή Δόξα. Έμενε από προηγούμενα χρόνια στο χωριό μας ως χτίστης και είχε δουλειά συνέχεια. Έπαιζε και πολύ καλό μπουζούκι. Η Αγγελική ήταν κόρη του μπαρμπα Διονυσάκη Τσαμπούκα, ωραιοτάτη σε εμφάνιση και πολύ καλή μοδίστρα. Τα δυο παιδιά, ο Αντρέας με την Αγγελική ερωτεύτηκαν, δεν γνωρίζω όμως ο έρωτάς τους από πόσο καιρό είχε αρχίσει, άλλοι έλεγαν για ένα χρόνο και άλλοι για τρία χρόνια. Ακριβώς δεν γνωρίζω. Η ουσία είναι μία και μόνη, εκεί στην ιστορική Δόξαρη γράφτηκε το μεγάλο τους δράμα. Όπως είναι φυσικό αυτά τα ερωτικά γεγονότα στα χωριά δεν μένουν μυστικά, κυκλοφορούν, και όπως γνωρίζουμε προπαντός για την εποχή εκείνη ο έρωτας για τα κορίτσια ήταν το μεγάλο και ασυγχώρητο θα έλεγα αμάρτημα. Έτσι η μοίρα έταξε αυτές οι νεανικές υπάρξεις να θάψουν ό,τι το ιδανικό και ην απεριόριστη χαρά και ευτυχία αισθάνονταν αυτήν την περίοδο, και τα όνειρά τους να σβήσουν σε λίγα μόνο λεπτά της ώρας, εδώ στη Δόξαρη. Αφού κυκλοφόρησε το γεγονός ότι είχαν ερωτικό δεσμό, έφτασε και στα αυτιά των αδελφιών της Αγγελικής που έμεναν στη Σπάρτη. Ήρθαν βέβαια τα αδέλφια της στο χωριό και ειδοποίησαν τον Ανδρέα να εγκαταλείψει το χωριό.
            Ο Ανδρέας αποδέχτηκε ότι ήταν αδύνατον να το εγκαταλείψει χωρίς την Αγγελική. Την επομένη, όταν η Αγγελική πήγε με το βαρέλι της στη βρύση τη Δόξαρη για νερό, την ακολούθησε ο Ανδρέας ξωπίσω, πηγαίνοντας και αυτός στη βρύση, και με όλο το γλυκό του τρόπο που διάθετε, της ζήτησε να τον ακολουθήσει. Η Αγγελική του αρνήθηκε γιατί θεωρούσε την πράξη αυτή πολύ προσβλητική, περισσότερο για την εποχή εκείνη και όσον αφορά τους οικείους της και περισσότερο στα επιφανή κοινωνικά αδέλφια της. Τότε ο Ανδρέας έπραξε το αναπάντεχο, έβγαλε το πιστόλι του, ρίχνει μια σφαίρα στο κορμί της Αγγελικής και ρίχνει άλλη μια στον δικό του κρόταφο. Έτσι που γράφτηκε αυτή η πικρή ιστορία στη Δόξαρη». «...Η ελιά (ελιά που βρισκόταν στο χώρο που αγοράστηκε από την κοινότητα, κοντά στη βρύση, με σκοπό την ανάδειξή της) είχε μια κουφάλα, είχε ύψος ανδρός ανάστημα. Εκεί τα δυο ερωτευμένα παιδιά την χρησιμοποιούσαν για γραμματοκιβώτιο, δηλαδή αλληλογραφούσαν μέσω της κουφάλας. Όταν το πληροφορήθηκα είχαμε ξεκολλήσει την ελιά». (από φωτοτυπημένο προεκλογικό φυλλάδιο του Θεοδώρου Ι. Μπίρμπα, πρώην προέδρου της κοινότητας)


ΚΑΤΟΧΗ
Σύμφωνα με πληροφορίες του Γιώργη Στεργιόπουλου στο χωριό στα χρόνια της κατοχής δεν υπήρχε μόνιμη φρουρά κατακτητών. Όμως από το Καράτουλα που ήταν η φρουρά πολλές φορές ανέβαιναν οι Ιταλοί στο χωριό και λεηλατούσαν τα σπίτια.
Γύρω στο ’43-’44 το χωριό ήταν θα λέγαμε στην «κυριαρχία» των ανταρτικών ομάδων, αφού στο χώρο της βρύσης Δόξαρη λειτουργούσε «Λαϊκό Δικαστήριο», όπου δικάζονταν κυρίως αιχμάλωτοι δοσίλογοι από τον κάμπο και μετά εκτελούνταν πάνω στο Κάστρο.
Από τους συμμετέχοντες στην αντίσταση από το χωριό αναφέρουμε το Γιωργίκο το Μπίρμπα που ήταν «τομεάρχης», τον αδελφό του, Θοδωρή Μπίρμπα μετέπειτα πρόεδρο της κοινότητας που ήταν διαφωτιστής της νεολαίας, τον Παναγιώτη το Σπυρόπουλο που ήταν υπεύθυνος για τον πολύγραφο που λειτουργούσε στο παρακέλι της Παναγίτσας και το Νικόλα τον Αθανασόπουλο που είχε παραχωρήσει το εξοχικό του κοντά στο ποτάμι για την περίθαλψη τραυματιών, ένα είδος νοσοκομείου. Αυτός ο τελευταίος, κατά ή λίγο μετά τον εμφύλιο και αφού για μεγάλο χρονικό διάστημα περιπλανιόταν μόνος του, παραδόθηκε (;)-συνελήφθη από ΤΕΑτζήδες οι οποίοι τον εκτέλεσαν χωρίς δίκη στη Λέβιτσα.
Από το χωριό οι αντάρτες εκτέλεσαν μόνον έναν από τους Τσαμπουκαίους ο οποίος συνεργαζόταν με τους Ιταλούς του Καράτουλα.
        
           
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΗΜΕΡΑ
Τα μαγαζιά-οι επιχειρήσεις
            Το χωριό σήμερα όπως και παλιότερα παρουσιάζει ικανοποιητική οικονομική δραστηριότητα και έχει αρκετούς νέους. Δείγμα αυτού είναι τα μαγαζιά που όλα βρίσκονται στον κεντρικό του δρόμο:
            4 καφενεία (Σπυρόπουλος Χρήστος, Γκολφινόπουλος Γεώργιος, Δεληγιάννης Γεώργιος, Τσαμπούκας Ιωάννης)
            2 ψησταριές (Γκάμαρης Παναγιώτης, Ταμπούκας Αποστόλης)
            3 παντοπωλεία (Ντούζας Κων/νος, Σταματόπουλος Σταμάτης, Στεφανόπουλος Παναγιώτης)
            1 αρτοποιείο (Στεφανόπουλος Χρήστος)
            1 la scala bar (Σταματόπουλος Τζίμης)
            Ακόμη  υπάρχουν 1 ξυλουργείο (Φιλιππόπουλος Θεόδωρος) και 3 ελαιοτριβεία (Γκολφίνος Πάνος, Δημακόπουλος Θανάσηςκαι Εταιρεία Α.Ε.) και ένα ΤΑΧΙ (Σπυρόπουλος Χρήστος).


Τα κτίρια
            Σήμερα δε σώζεται κανένα από τα παλιά σπίτια του χωριού, παρά μόνο κάποια γκρεμισμένα εξοχικά.
            Παλαιά είναι η εκκλησία του χωριού, ο Άγιος Βασίλειος, όπως φαίνεται από τη βορινή  πλευρά της και το ξεχωριστό καμπαναριό που δεν είναι σοβαντισμένα. Άγνωστος όμως ο χρόνος κατασκευής της.
            Εξαιρετικής τέχνης ήταν τα ξυλόγλυπτα ταβάνι και  τέμπλο που δυστυχώς όμως καταστράφηκαν από το σαράκι και την υγρασία που έμπαινε από τα κεραμίδια.  
            Το Σχολείο είναι χτισμένο το 1981 και λειτουργεί ως 3/θεσιο. Επίσης στεγάζει και το Νηπιαγωγείο.
            Το παλιότερο σχολείο βρισκόταν απέναντι από την εκκλησία, εκεί που τώρα εκτείνεται η πλατεία-προαύλιο της εκκλησίας.
Το κοινοτικό γραφείο και το κοινοτικό ιατρείο έχουν φτιαχτεί εκεί που βρισκόταν ο κήπος του παλιού σχολείου.

Διασκέδαση
Παλιότερα γίνονταν δυο πανηγύρια. Το ένα του Αγίου Βασιλείου. Τότε σκέπαζαν με λιόπανα τον κεντρικό δρόμο, την αγορά, και είχανε κλαρίνα.
Με κλαρίνα και γουρνοπούλες γινόταν και το πανηγύρι της Παναγίτσας, ημερήσιο όμως, γύρω από το ομώνυμο ξωκλήσι, στις 8 Σεπτεμβρίου. Τώρα γίνεται απλά λειτουργία με την παρουσία όλου του χωριού.  
Κάποιες προσπάθειες έγιναν κάποια χρόνια για την οργάνωση καρναβαλιού όμως δεν είχαν συνέχεια.
           
    





ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

ΓΙΑ ΤΟ ΓΑΛΑΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΓΑΛΑΝΑΙΝΑ
«Ο Γαλάνης, τα χρόνια εκείνα, στην τουρκοκρατία, είχε ένα φίλο Τούρκο, το Μουλαχασάνη. Ήτανε αγάς αυτός. Είχε όμως ο Γαλάνης και μια γυναίκα πολύ όμορφη, τη Γαλάναινα. Ο αγάς λοιπόν του άρεσε η Γαλάναινα και ο Γαλάνης το ’χε καταλάβει. Αυτοί οι δυο πηγαίνανε μαζί για κυνήγι. Ο Γαλάνης φυλαγότανε γιατί όλα τα περίμενε από τον Τούρκο. Γι’ αυτό όποτε πηγαίνανε για το κυνήγι, ο Γαλάνης πήγαινε πάντοτε από πίσω από τον αγά. Μια φορά όμως όπως κινήσει από το χωριό, μόλις περάσανε τη Δόξαρη και κατηφορίζανε ο αγάς του ’πε τάχα πως κάτι ξέχασε και έπρεπε να γυρίσει στο χωριό. Ο Γαλάνης, θες γιατί ξεχάστηκε, θες γιατί δε μπόρειγε να κάνει αλλιώς προχώρησε. Ο αγάς τον πρόφτασε και του ’ριξε από πίσω και τόνε  σκότωσε. Από τότες εκείνο το μέρος το λένε «του Μουλαχασάνη».
«Κάποιος όμως τους είδε, είδε το φονικό που ’γινε κι έτρεξε και ειδοποίησε τη Γαλάναινα. Εκείνη μάζεψε ότι μπόρεσε μαζί με τις δούλες της και έφυγε απ’ το χωριό. Για να μπερδέψει τους Τούρκους, λέγανε, πως καλίγωσε  ανάποδα τ’ άλογα κι έφυγε και πήγε στη Γαστούνη».
«Να σου πω τώρα να ειδείς πως γκρεμίστηκ’ ο πύργος του Γαλάνη. Όταν έφυγ’ η Γαλάναινα τον πύργο τον πήρ’ ο Τούρκος, ο Μουλαχασάνης. Ήτανε μια κοπέλα κι έβοσκε τα πρόβατά της γύρω στην εκκλησία, στην Παναγίτσα. Βγήκε μια μαυροφόρα γυναίκα και πήγε και της λέει: «Θα πας απάνου στον αγά και θα του πεις να μου φέρει μια τσεμπέρα». Πράγματι λοιπόν το τσουπάκι αφού το διέταξε ήρθε απάνου και του το ’πε. Το κυνήγησε ο αγάς. Την άλλη μέρα πάλι. «Να πας να του πεις να μου φέρει την τσεμπέρα». Τίποτα. Την τρίτη φορά το ’διωξε το κοριτσάκι.«Να του πεις» της λέει, «να του πεις ότι ο πύργος εντός δυων ημερών θα πέσει, θα τον καταστρέψω». Το ’πε το κοριτσάκι: «Εντός δύο ημερών θα τον καταστρέψει, θα πέσει ο πύργος». Δεν περάσανε δυο ημέρες, έγινε καταστροφή, τον γκρέμισε τον πύργο.» (Β. Γκολφίνος)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΤΣΑ
            Για την εικόνα της Παναγίτσας, της Παναγιάς της Σεντουκιώτισσας και για την ίδρυση του μοναστηριού υπάρχει η ακόλουθη παράδοση:
            «Εκεί γύρω ήτανε μια κοπελίτσα που έβοσκε τα πρόβατά της, απουκά στο ρέμα. Μια μέρα είδε μέσα από τα βάτα να βγαίνει ένα φως, κάτι να λαμπυρίζει. Τρόμαξε, δεν ήτανε φωτιά. Πήγε και το ’πε στο χωριό. Δε την πιστέψανε. Την άλλη μέρα το ίδιο. Την άλλη πάλι. Κατεβήκανε από το χωριό και ψάξανε κι έτσι τη βρήκανε την εικόνα. Τη διαβάσανε και τη φέρανε απάνου στο χωριό, στην εκκλησία. Την άλλη μέρα η εικόνα χάθηκε. Και πάλι τη βρήκε το κορίτσι και την ξαναφέρανε στο χωριό, όμως εκείνη πάλι έφυγε. Την ξαναφέρανε στο χωριό, κάνανε λιτανεία, κάνανε ολονυχτία, την άλλη μέρα άφαντη η εικόνα. Έτσι φτιάξανε το μοναστήρι εκεί που τη βρήκανε». (Ζώη Στεργιοπούλου)
            Για αρκετά χρόνια η ακριβής θέση του μοναστηριού ήταν ξεχασμένη. Είναι άγνωστο πότε και για ποιους λόγους εγκαταλείφθηκε. Οι χωριανοί έφτιαξαν ένα μικρό ξωκλήσι στη θέση όπου κατά παράδοση υπήρχε η εκκλησία. Όμως έπεσαν μερικά μέτρα έξω. Το ξωκλήσι το έφτιαξαν πάνω στο πλάτωμα, στο ίσιωμα ενώ το μοναστήρι ήταν ακριβώς από κάτω, στο ρέμα, χωμένο κάτω από χώματα και καλυμμένο με οργιώδη βλάστηση. Ήρθε στο φως τυχαία κατά τη διάρκεια χωματουργικών εργασιών από τον ιδιοκτήτη της περιοχής Βασίλη Κριελέση το χειμώνα 1988-89. Το νέο ξωκλήσι φτιάχτηκε τη δεκαετία του ’60-‘70 όπως και το σπιτάκι κοντά σ’ αυτό όπου έμενε η τελευταία μοναχή. Παλιότερα απ’ αυτό το σπιτάκι υπήρχε ένα μικρότερο, παρακέλι, που στα χρόνια της Κατοχής χρησιμοποιήθηκε από τους αντάρτες σαν παράνομο τυπογραφείο.

Ο «ΟΔΗΓΟΣ» ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
«Εκείνα τα χρόνια λέγανε ότι το κάθε χωριό είχε έναν «οδηγό», όλα τα χωριά. Όπως λέγανε ότι ο δικός μας, ο «οδηγός» του χωριού μας πάλευε με της Καυκανιάς τον «οδηγό». Αλλά όπως λέγανε ο δικός μας πάντα ενίκαγε, όποτε ήτανε κι ερχόσανται και παλεύανε. Ερχόσανται εδώ κάτου στην Αγια-Βαρβάρα, εκειπέρα παλεύανε. Βγαίνανε το πρωί και βρίσκανε των αλόγωνε τα πατήματα και λέγανε ότι εδώ ήτανε...όποιος ήτανε καλός χριστιανός κι έβγαινε τη νύχτα έξω άκουγε, χωρίς να βλέπει, τα πατήματα του αλόγου του, του «οδηγού» του αλόγου του... Επέρναγε από τη μια άκρη, τη ράχη που λέγανε, απ’ τη Μαλακάσα μέχρι το Κάστρο... Έπειτα από λίγο καιρό κάποιος είχε πεθάνει και βρυκολάκιασε κι είπ’ η γυναίκα του ότι πήγαινε σπίτι κι έτρωγε τ’ αλεύρι και πήγαινε και κοιμότανε μαζί της κάθε Σάββατο βράδυ. Το ’πε η γυναίκα του, επήγανε στο μνήμα του όλες τις μέρες, δε βλέπανε τίποτα. Πήγανε ένα Σάββατο, βρήκανε μια τρύπα μεγάλη. Όντως επιστέψανε ότι πήγαινε, σ’ αυτούς. «Τι θα κάμουμε τώρα» η γυναίκα του διαμαρτυρήθη,«τι θα κάμουμε τώρα!» Λέει κάποιος εκειπέρα γέροντας, λέει: «Θα βγούμε στην άκρη του χωριού να φωνάξουμε να φωνάξουμε τον οδηγό του χωριού να ’ρθει να τον πιάσει, ένα Σάββατο βράδυ, να ’ρθει να τόνε φάει και να μας αφήκει το χέρι του στης εκκλησιάς την πόρτα». Ένα βράδυ μετά τις δώδεκα πήγανε στο μνήμα του, δε βρήκανε τίποτα. Εβγήκανε αγνάντιο και φωνάξανε: «Ωωωωωωωω, ρε Νικολιό! Ωωωωωωωω, ρε Νικολιό! Ωωωωωωωω, ρε Νικολιό! Να ’ρθεις το βράδυ στο χωριό, να πας στου τάδε το μνήμα, να φυλάξεις, να τον πιάσεις, να τον φας και να μας αφήκεις το δεξί του χέρι στην πόρτα της εκκλησίας». Τα ’πανε αυτά και φύγανε... Πάει ένα Σάββατο βράδυ ο οδηγός και φυλάει εκειπέρα, τη νύχτα μετά τις δώδεκα και μόλις πάει να βγει καπ! τον βούτηξε. «Ωωωωωωωω!» φωνάζει αυτός, «μανούλα μου, παιδάκια μου, γυναίκα μου, μποδάτε με!» Τον έπιασ’ «οδηγός», τον έφαγε κι άφηκε το χέρι του το δεξί στην πόρτα της εκκλησίας, το κάρφωσε κι έφυγε. Οι άνθρωποι όσοι ξέρανε πως ήταν πεθαμένος πήγανε το πρωί, βρήκανε το χέρι στην πόρτα της εκκλησίας, ένα χέρι με οστά κόκαλα και πιστέψανε. Πήγανε στον τάφο, είδανε του «οδηγού» τις οπλές και φτιάξανε τον τάφο πάλι όμορφο και φύγανε. Δεν τον ξαναείδανε, δεν ξαναφάνηκε». (Ζώη Στεργιοπούλου)   

ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΗ
            «Ο Κοκκίνης ήτανε ένας τσοπάνης λεβέντης, θερίος ίσμε κει πάνου. Είχε τα πρόβατά του κάτου, κοντά στο ποτάμι, εκεί που λέμε «λάκκα Κοκκίνη». Εκοιμότανε εκεί με τα πρόβατά του. Ένα βράδυ επήγε ένα στοιχειό να τόνε φάει, εκεί που κοιμότανε. Το παίρνει χαμπάρι, το πιάνει απ’ το λαιμό, το ‘βαλε χάμου. Επαλεύανε πολλή ώρα. Πότε νίκαγε το στοιχειό, πότε ο Κοκκίνης. Ακούσανε τη φασαρία και τις φωνές τ’ αδέρφια του και τρέξανε και κείνα να βοηθήκουνε. Το στοιχειό φοβήθηκε, κι έφυγε. Παραφύλαξε όμως κι ‘υστερ’ από λίγες μέρες που ο Κοκκίνης ήτανε μόνος του το βράδυ, πήγε πάλι, τον έπιασε στον ύπνο και τον έφαγε». (Β. Γκολφίνος)


Η ΦΟΝΟΣΠΗΛΙΑ
            «Η Φονοσπηλιά είναι μια σπηλιά σ’ ένα γκρεμό. Κάποτε ήτανε μέσα στη σπηλιά ένα μελίσσι μεγάλο. Πώς να το μαζέψουνε; Λέει ένας να τον κατεβάσουνε στο γκρεμό μ’ ένα σκοινί, να μπει στη σπηλιά να τρυγήσει το μελίσσι. Πράγματι τόνε δένουνε, τον κατεβάσανε και άρχισε να γιομίζει. Εγιόμισε ένα, δυο, τρία καλάθια κι άκουσε μια φωνή από μέσα απ’ τη σπηλιά: «Άσε και για μένα τίποτα, ρε!» Αυτός δεν έδωκε σημασία. Συνέχισε να μαζεύει. Ακούει πάλι την ίδια φωνή: : «Άσε και για μένα τίποτα, ρε!» Αυτός τίποτα. Κι εκεί καταλαβαίνει ότι τον έχει τυλίξει ένα φίδι. Πολεμάει να το πετάξει από πάνου του κι εκείνο δεν ξεκολλάει. Ήτανε το σκοινί που ήτανε δεμένος που ’χε γίνει φίδι. Βγάζει απ’ το ζωνάρι το μαχαίρι, του δίνει μια και το κόβει και πέφτει κι εκείνος στο γκρεμό και σκοτώθηκε. Από τότε τη λένε Φονοσπηλιά»  (Β. Γκολφίνος)



ΤΟΠΩΝΥΜΙΕΣ ΤΟΥ ΧΕΛΙΔΟΝΙΟΥ

του Αβδούλαγα, στου Αβδούλαγα (Ηλιόπουλος 1948) δε μαρτυρείται σήμερα.
ο Άβυσσος, στον Άβυσσο Τοποθεσία προς το ποτάμι όπου πηγάζει αρτεσιανό νερό.
τα Αγαθουνά, στα Αγαθουνά Βρύση στο δρόμο Χελιδονίου-Νεράιδας από την τουρκοκρατία.
η Αγιά Βαρβάρα, στην Αγια-Βαρβάρα Ξωκλήσι στην ανατολική έξοδο του χωριού προς Κρυονέρι-Καυκανιά. Υπήρχε παλαιότερο αλλά το σημερινό κατασκευάστηκε στα 1990. Κατά την περίοδο κατασκευής του, μετά από κατολίσθηση, σε κοντινή απόσταση βρέθηκε σωρός από κρανία και οστά, πιθανόν ομαδικός τάφος, άγνωστης χρονολογίας. Οι ντόπιοι εικάζουν πως ήταν το νεκροταφείο του Νιχωριού.
ο Αγιάννης, στον Αγιάννη  Ξωκλήσι κάτω από την Αγ. Βαρβάρα. Δε σώζεται σήμερα.
το Αγιολίθι, στο Αγιολίθι
η Αγκινάρα, στην Αγκινάρα
το Αγκρουμέτι, στο Αγκρουμέτι
η Αγραπιδιά, στην Αγραπιδιά
ο Αϊ-Νικόλας, στον Αϊ-Νικόλα    Ερειπωμένο ξωκλήσι χτισμένο με συμπαγή τούβλα, όστρακα και πέτρες, μετόχι και αυτό της Ι. Μ. Ταξιαρχών Αιγιαλείας. Βλ. Θεοχάρη, Μ. Εν νέον συγίλλιον της μονής Ταξιαρχών Αιγιαλείας, στο Πελοποννησιακά τομ, Ε΄ σελ. 180-189
ο Αλαφιάς, στον Αλαφιά
τα Αλωνίσκια, στ' Αλωνίσκια Τοποθεσία στο δρόμο προς Καυκανιά όπου παλιότερα υπήρχαν αλώνια.
οι Άμμοι, στους Άμμους και άλλοτε ο Άμμος, στον Άμμο
η Ανάληψη, στην Ανάληψη Ξωκλήσι, δε σώζεται σήμερα.
η Αντωνιά, στην Αντωνιά
ο Απόγερας, στον Απόγερα Περιοχή νοτιοδυτικά του χωριού με γκρεμούς. βλ.(Ηλιόπουλος, Κ. 1948) σελ.204, αναφέρεται «τα Απόγερα»
ο Ασήκελος, στον Ασήκελο δε μαρτυρείται σήμερα.
η Βαθειά λάκκα, στη Βαθειά λάκκα
οι Βαμπακιές, στις Βαμπακιές
η Βαρβαρίδα, στη Βαρβαρίδα Τοποθεσία κοντά, στο όριο, στου Γραμματικού
τα Βαρικά, στα Βαρικά Στο όριο με Καυκανιά
του Βγενή, στου Βγενή           Βρύση
η Βίγλα, στη Βίγλα  Ύψωμα στο δρόμο για Πύργο, πάνω από το ποτάμι.
ο Βορός, στο Βορό
η Βουλωμένη βρύση, στη Βουλωμένη βρύση Βρύση από την τουρκοκρατία. Επειδή το νερό που έβγαζε ήταν λιγοστό, για να ποτίσουν βούλωναν τη στέρνα όπου μαζεύονταν τα νερά.
το Βρουζούνι, στο Βρουζούνι
η Γαβρόριζα, στη Γαβρόριζα
της Γιώργαινας τ' αλώνι και της Γιώργαινας το Καταράχι Πρόκειται για περιοχή απέναντι από το ποτάμι ιδιοκτησίας παλαιότερα της Ρουμπίνης Σταϊκούλη (Γιώργαινας από το όνομα του συζύγου της) όπου υπήρχε και αλώνι.
οι Γλίνες, στις Γλίνες Από το είδος του εδάφους.
η Γλώσσα, στη Γλώσσα Μικρή περιοχή βόρεια του χωριού με πάρα πολύ σκληρό έδαφος. Λένε ότι εκεί τους "έβγαινε ή κόλλαγε η γλώσσα στη δουλειά"
οι Γούβες, στις Γούβες
του Γούβη, στου Γούβη
του Γριγκάτση τ' αλώνι, στου Γριγκάτση τ΄ αλώνι Υπήρχε επώνυμο Γριγκάτσης
το Δέντρο, στο Δέντρο Έχει βρεθεί ταφικός πίθος
του Διαμαντάκου, στουΔιαμαντάκου Άγνωστης προέλευσης. Χαμηλός λόφος, ένα περίπου χιλιόμετρο στα νοτιοδυτικά του χωριού όπου  βρέθηκε συστάδα Υ.Μ. θαλαμωτών τάφων, λαξευμένων στο μαλακό αμμόβραχο, κατά τη διάνοιξη αγροτικού δρόμου το 1970. Έγινε τότε σωστική ανασκαφή σε μερικούς από αυτούς. Οι περισσότεροι τάφοι ήταν συλημένοι και οι υπόλοιποι με ελάχιστα κτερίσματα. Οι ανασκαφές επαναλήφθηκαν τον Ιούνιο του 2005.
το Διάστιπο, στο Διάστιπο βλ.(Ηλιόπουλος, Κ. 1948) σελ.204
η Δόξαρη, στη Δόξαρη και Δόξερη Βρύση στα ανατολικά του σχολείου, κατασκευασμένη επί τουρκοκρατίας. Σώζεται μέρος από το καλντερίμι, με όρθιες πέτρες, που οδηγούσε στη βρύση από όπου υδρευόταν το χωριό. Μπροστά από τη βρύση υπάρχει μικρό πλάτωμα όπου συγκεντρώνονταν όσοι πήγαιναν για νερό. Στο πλάι της υπάρχουν πεζούλια κατάλληλα για να βάζουν και να ζαλώνονται οι γυναίκες τα βαρέλια με το νερό. Είναι συνδεδεμένη με το ερωτικό δράμα δυο νέων, του Αντρέα και της Αγγελικής.
οι Εβρομές, στις Εβρομές
στους Εγκρίνους  Περιοχή νοτιοδυτικά του χωριού με απότομους γκρεμούς.
η Ζαροξυλιά, στη Ζαροξυλιά
τα Ζωνάρια, στα Ζωνάρια Περιοχή απέναντι από το ποτάμι, απόκρημνη.
του Καγιάννη τα σκίντα, στου Καγιάννη τα σκίντα  (επων. Καγιάννης)
το Κακοβάτο, στο Κακοβάτο
η Καμάρα, στην Καμάρα
τα Καμίνια, στα Καμίνια
οι Καραβάδες, στους Καραβάδες
του Καραλή η σπηλιά, στου Καραλή τη σπηλιά
του Καραμπούλη, στου Καραμπούλη
του Καρδάση,  στου Καρδάση
η Καρίπαινα, στην Καρίπαινα
η Καρούτα, στην Καρούτα Υπάρχει χτιστό αυλάκι, καρούτα, που διοχετεύει το νερό από το ποτάμι στα χωράφια για πότισμα.
η Καρύδα, στην Καρύδα
το Καστέλι, στο Καστέλι
το Καστράκι, στο Καστράκι
το Κάστρο, στο Κάστρο  βλ. σελ. 2
τα Κατήφορα, στα Κατήφορα Από τις συνεχείς κατολισθήσεις του εδάφους
η Κάτω Βρύση,  στην Κάτω Βρύση
οι Κοζές, στις Κοζές
το Κοκκινόχωμα, στο Κοκκινόχωμα
του Κοκώνη, στου Κοκώνη
τα Κονάκια, στα Κονάκια  Υπήρχαν σπιτάκια (καλύβες) που διαχείμαζαν τσοπάνηδες από τα ορεινά, κυρίως από Μοστενίτσα.
το Κοντοκούμαρο, στο Κοντοκούμαρο
οι Κοπρισιές, στις Κοπρισιές
Κορμπάτσι
το Κοριτάκι, στο Κοριτάκι Βρύση με λίγο νερό.
του Κότσιρα, στου Κότσιρα
του Κότσιφα, στου Κότσιφα Από παλιό παρωνύμιο.
η Κουβέλα, στην Κουβέλα  Πηγάζει νερό και είχαν τοποθετήσει ένα κουβέλι για να το συγκεντρώνουν.
η Κουκούλα, στην Κουκούλα  Από το μαλακό, αφράτο του εδάφους.
οι Κουρβούλες, στις Κουρβούλες
τα Κουτούπια, στα Κουτούπια
τα Κουτσέικα, στα Κουτσέικα   (επών. Κούτσης)
το Κρούσικο, στο Κρούσικο Το ψηλότερο σημείο του χωριού. Λένε ότι πήρε την ονομασία από κάποιον Κρους Αγά που είχε εκεί πύργο.
η Κυδωνιά, στην Κυδωνιά  Περιοχή  όπου υπάρχει βρύση και ο ερειπωμένος νερόμυλος του Ντούζα (Μπέλεχα)
το Κυριαζέικο, στο Κυριαζέικο (επών. Κυριαζής)
το Κωλομπάτσι, στο Κωλομπάτσι
η Λαγκάδα, στη Λαγκάδα
τα Λαγκαδάκια, στα Λαγκαδάκια
η Λάκκα Κοκκίνη, στη Λάκκα Κοκκίνη  βλ. παράδοση "του Κοκκίνη"
το Λαφασκάρι, στο Λαφασκάρι
η Λαφοξά, στη Λαφοξά
του Λάψου, στου Λάψου
η Λέβιτσα, στη Λέβιτσα Εκεί ξεκινούν οι δρόμοι για Παναγίτσα και Άγιο Νικόλαο. Υπάρχει βρύση.   Για την ονομασία έχει γίνει αρκετός λόγος. Ενδεικτικά: Ηλιόπουλος, Κ.(1948) σελ. 155-156 όπου λανθασμένα αναφέρεται "Λεβίτσα", Μπούτσικας, Α. (1992) σελ. 89-90
η Λεσσά, στη Λεσσά
τα Λεύκα, στα Λεύκα
τα Λεχάρια, στα Λεχάρια
τα Λιατέικα, στα Λιατέικα
τα Λιθάρια, στα Λιθάρια
του Λίκα η ράχη, στου Λίκα τη ράχη
οι Λίμνες, στις Λίμνες
η Λιναρίστρα, στη Λιναρίστρα  Έσπερναν παλιότερα λινάρι.
η Λούμπα, στη Λούμπα Πηγάζει νερό.
η Λουρίδα, στη Λουρίδα Μακρόστενη καλλιεργήσιμη έκταση ανάμεσα σε δάσος.
το Λουτρό, στο Λουτρό  Πηγάζει βρομόνερο και υπάρχουν ερείπια κτιρίων (λουτρών).
η Λυγιά, στη Λυγιά
το Λυκοσκάλι, στο Λυκοσκάλι
η Μακράδα και οι Μακράδες, στη Μακράδα, στις Μακράδες
του Μαλαχασάνη, στου Μαλαχασάνη Θέση όπου σύμφωνα με την παράδοση ο Μαλαχασάνης σκότωσε το Γαλάνη.
του Μαλιούση, στου Μαλιούση
η Μαλακάσα, στη Μαλακάσα   Η είσοδος του χωριού όπου τα πρώτα σπίτια.
του Μάνου το σκαλί, στου Μάνου το σκαλί
του Μανώλη, στου Μανώλη
το Μαργαζί, στο Μαργαζί  Βρύση στου Διαμαντάκου
το Μαχημάρι, στο Μαχημάρι Λένε ότι εκεί έγινε μάχη με τους Τούρκους, όχι όμως στην περίοδο της Επανάστασης (Β. Γκολφίνος)
του Μελίσσι η ρίζα, στου Μελίσσι τη ρίζα
τα Μελισσομάντρια, στα Μελισσομάντρια
του Μερεμέτη, στου Μερεμέτη Θέση μέσα στο χωριό όπου όπως λέγεται (Β. Γκολφίνος) ήταν ο πύργος του Γαλάνη
τα Μερτέσσα, στα Μερτέσσα Θέση έξω από το χωριό, ανατολικά, όπου λέγεται ότι στήθηκαν κεραμιδοκάμινα για να φτιαχτούν τα κεραμίδια για τον πύργο του Γαλάνη. Ο Ηλιόπουλος, Κ. (1948) αναφέρει «η Μερτέσσα» σελ. 189
η Μηλιά, στη Μηλιά
η Μηλιόβα, στη Μηλιόβα
το Μοναστήρι, στο Μοναστήρι Η ευρύτερη περιοχή της Παναγίτσας
οι Μουρές, στις Μουρές
η Μπαράκα, στη Μπαράκα Λίγο έξω από το χωριό στο δρόμο για τον Πύργο ο Δημ. Νικολόπουλος είχε στήσει μια παράγκα και τη λειτουργούσε σαν καντίνα.
του Μπεγιεντή, στου Μπεγιεντή
του Μπεσίρη, στου Μπεσίρη
του Μπομπότση, στου Μπομπότση
του Μπουνάση, στου Μπουνάση
τα Μπουντρούμια, στα Μπουντρούμια
του Μπρινιά, στου Μπρινιά
ο Μύλος, στο Μύλο    (του Γκάμαρη)
ο Μύλος του Καγιάφα, στο μύλο του Καγιάφα  Στο όριο με τη Νεράιδα, στο ποτάμι.
ο Μύτικας, στο Μύτικα
του Νικολάκα, στου Νικολάκα
το Νι(ο)χώρι, στο Νιχώρι, στο Νιοχώρι  Παλιός εγκαταλειμμένος οικισμός ανατολικά του Κάστρου.
η Νταλτανίτσα, στη Νταλτανίτσα
το Ντερβένι, στο Ντερβένι
του Ντόρλα η λάκκα, στου Ντόρλα τη λάκκα  Υπήρχε παλιότερα επων. Ντόρλας.
τα Παλιοκάλυβα, στα Παλιοκάλυβα
η Παλιοντάδα, στην Παλιοντάδα Περιοχή προς το Λατζόι. Παλιότερα ήταν τσιφλίκι του Ντόγκα από το Λατζόι.
η Παλιοσταφίδα, στην Παλιοσταφίδα
τα Παλιοφούσκια, στα Παλιοφούσκια
το Παλιοχώρι, στο Παλιοχώρι   Ονομασία τριων διαφορετικών τοποθεσιών  που υπήρχαν παλιότερα μικροί οικισμοί.
του Παναγούλη, στου Παναγούλη
του Πελέντη
το Πεύκο, στο Πεύκο
το Πηγαδούλι, στο Πηγαδούλι Βρύση ανατολικά από την Παναγίτσα και ομώνυμο ρέμα.
οι Πλαγιές, στις Πλαγιές
η Πλάκα, στην Πλάκα  Τσιμεντένια σήμερα πλάκα στο ποτάμι στο δρόμο για Νεράιδα
η Πλάντρα, στην Πλάντρα
οι Πλεχταριές, στις Πλεχταριές
ο Πόρος, στον Πόρο
τα Πουρναράκια, στα Πουρναράκια
Πριγιόνι
η Ραχούλα  και  οι Ραχούλες ,στη Ραχούλα, στις Ραχούλες
Ρείκια
τα Ριζοκαστριά, στα Ριζοκαστριά
του Ρούτση το βαρικό, στου Ρούτση το βαρικό
του Σελεβέτη,  στου Σελεβέτη
τα Σέλινα, στα Σέλινα
του Σέλμη, στου Σέλμη
τα Σεντούκια, στα Σεντούκια Περιοχή πάνω από την Παναγίτσα. Η ονομασία από τα σεντούκια, αυλάκια αποστραγγιστικά με πέτρες γιατί η περιοχή είναι εξαιρετικά υγρή. Από αυτά και η επωνυμία της Παναγιάς της Σεντουκιώτισσας.
η Σκάλα του Τούρκου, στη σκάλα του Τούρκου Καλντερίμι στα Ζωνάρια από όπου περνούσαν για το Γούμερο. Μέρος του σώζεται.
η Σκοτεινή, στη Σκοτεινή (ρέμα)
το Σουληνάρι, στο Σουληνάρι Τοποθεσία όπου υπήρχε παλιότερα μικρός ομώνυμος οικισμός, δημιουργημένος  κατά την παράδοση στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας από Σουλιώτες πρόσφυγες. Διατηρήσαμε την ορθογραφία της απογραφής του 1830.
το Σπαρτοβούνι, στο Σπαρτοβούνι
η Σπηλιά τ' Αράπη,  στη σπηλιά τ' Αράπη
η Σπηλιά της Κωσταντίνας, στη σπηλιά της Κωνσταντίνας
η Σπηλιά του Γκάμαρη, στη σπηλιά του Γκάμαρη
η Σπηλιά του Μπίρμπα, στη σπηλιά του Μπίρμπα
η Σπηλιά του Ταξιάρχη, στη σπηλιά του Ταξιάρχη (Γκάμαρη αδελφού του προηγούμενου)
η Σπηλιά του Ώνη, στη σπηλιά του Ώνη
οι Συκιές, στις Συκιές
η Συκούλα, στη Συκούλα
του Σωτηριόπλου, στου Σωτηριόπλου
η Τζαφίδα, στη Τζαφίδα
τα Τούμπουλα, στα Τούμπουλα
τα Τριλάγκαδα, στα Τριλάγκαδα
του Τρουχιστού, στου Τρουχιστού
του Τσέλου, στου Τσέλου
το Φαναράκι, στο Φαναράκι
το Φινοκάλι, στο Φινοκάλι
η Φονοσπηλιά, στη Φονοσπηλιά βλ. παράδοση για την ονομασία της
η Φτολιά, στη Φτολιά
οι Φυτιές, στις Φυτιές
τα Χαλκιάτικα, στα Χαλκιάτικα
του Χαλούλη, στου Χαλούλη
ο Χοβολάς, στο Χοβολά
οι Χοντρολές, στις Χοντρολές
η Χούνη, στη Χούνη
του Χριστιά, στου Χριστιά
το Χωνί του Καλαμπόκη, στο Χωνί του Καλαμπόκη  (παρων. Καλαμπόκης)
τα Ψύλληθρα, στα Ψύλληθρα
















































ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
(Όσα τραγούδια ακολουθούν είναι μέρος της συλλογής που πραγματοποίησαν οι μαθητές μου κατά το σχολ. έτος 1988-89. Επέλεξα εδώ όσα δε μπόρεσα να βρω δημοσιευμένα αλλού ή όσα διαφέρουν έστω και λίγο από τα δημοσιευμένα που έχω βρει. Κάποια από τα τραγούδια που είπε η μακαρίτισσα τώρα Ζώη Στεργιοπούλου  βρίσκονται μαγνητοφωνημένα σε CD  που συνοδεύει αυτήν την εργασία. Εδώ τα τραγούδια παρατίθενται με τυχαία σειρά χωρίς ειδολογική κατάταξη.)

ΤΗΣ ΑΡΡΕΒΩΝΙΑΣΜΕΝΗΣ
Όλο στην άκρη του γιαλού
μια κόρη βγήκε από βραδιού
στα ολόλευκα ντυμένη
τον καλό της περιμένει
φορά  ’ρεβώνα και χρυσή
σταλμένη απ’ την Αμερική

                             Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΜΑΡΑΘΙΑΝΟΣ
Ο Γιάννης ο Μαραθιανός
που περπατεί περήφανος
όλες οι νιές τον αγαπούν
και ντρέπονται να του το πουν
Σύρε μανούλα μ’ πες της το
κρυφά κουβέντιασέ της το
Πήρε τη ρόκα της και πά
βρίσκει την κόρη να κεντά
-Γειά σου, χαρά σου λυγερή
-Καλώς τη μάνα τ’ Αγγελή
-Κόρη ο γιος μου σ’αγαπεί
και ντρέπεται να σου το πει
-Πές του νά ’ρθει ένα πρωί
να πιούμε τον καφέ μαζί

                             ΜΗΛΟ ΜΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Μήλο μου κόκκινο, κόκκινο μου μήλο
χίλιοι νά ’ρθουν δε σε δίνω
Θα σε στήσω κυπαρρίσι
για να γίνω κρύα βρίση
νά ’ρχονται ξανθές να πλένουν
μαυρομάτες να λευκαίνουν
νά ’ρθει κ’ η δική μου αγάπη
πού ’παθα πολλά για δαύτη

                       




ΣΑΝ ΤΟΝ ΑΝΘΟ ΤΗΣ ΜΥΓΔΑΛΙΑΣ 
Σαν τον ανθό της μυγδαλιάς η νίοτη μου εχάθει
Τάχα δεν ήμουνα και ’γω λεβέντης στον καιρό μου
Τάχα δεν επερπάτησα τη νύχτα με φεγγάρι
Πολλές νυχτιές περπάτησα τη νύχτα με φεγγάρι



            ΟΙ ΒΕΡΒΕΝΙΩΤΟΠΟΥΛΕΣ
Στα Γιάννενα, στα Βέρβενα –κυρά μου
μες  στον ωραίο τόπο
-Εκεί π’αρέσει τουν ανθρώπω –
εκεί ’ναι οι Βερβενιώτισσες – κυρά μου
κι οι Βερβενιωτοπούλες
-μπα παναθεμά τες ούλες –
εκεί ’ναι τα γλυκά κρασιά – κυρά μου
εκεί ’ναι τα παλικάρια
-κιτρολεμονιάς κλωνάρια –
Το πίνουν νιές και παπαδιές – κυρά μου
πίνουνε κι οι παντρεμένες
-μπα παναθεματισμένες –
Το πίνει και μια παπαδιά – κυρά μου
για ν’ αφήσει τον παπά της
-μπα που να καεί η καρδιά της






                             ΠΕΡΑΣΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΣΟΥ
Πέρασα απ’ την πόρτα σου
και ’γνεθες τη ρόκα σου
Δαχτυλίδι ελάμπησε
κ’ η καρδιά μου ράγισε
-Μην αρρεβωνιάστηκες,
μην εκαπαριάστηκες;
-Δεν αρρεβωνιάστηκα
μήτε καπαριάσηκα
Έτσι τό ’χει το χωριό
δαχτυλίδι να φορώ
κι η μάνα μου η τρελή
δαχτυλίδι μου φορεί

                             Ο ΓΕΡΟ – ΝΩΝΤΑΣ ΚΑΘΕΤΑΙ   
Ο γερο-Νώντας κάθεται στου Μάρκου το κεφάλι
γονατιστός τον έκλεγε και τον μοιρολογούσε
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε με δεκαοχτώ χιλιάδες
το Σούλι να μας πάρουνε, να μας μαχαιροκόψου

                            
ΤΟΥ ΤΡΙΤΣΙΜΠΙΔΑ
Βγήκα ψηλά στα διάσελα
κι αγνάντιο στη Μπαρμπάσαινα
Στης Μπαρμπάσαινας τον κάμπο
ο Τριτσιμπίδας κάνει γάμο
Η Μαριωρή παντρεύεται
κι όλος ο κόσμος χαίρεται
-Ποιόνε θα πάρεις Μαριωρή;
-Του Τριτσιμπίδα το παιδί
Που ’χει τα σπίτια τα ψηλά
τα μπαλκονάκια αραδαριά
Που ’χει στον Πύργο χτήματα
στην Πάτρα καταστήματα
-Μαριωρή με τους σεβντάδες
και με τους πολλούς παράδες

                             ΟΛΕΣ ΟΙ ΔΑΦΝΕΣ
                 Όλες οι δάφνες, δάφνες
Κι όλες οι μαντζουράνες
                 όλες φιλί μου δώσανε
κι όλες το μετανιώσανε
και μια μικρή δαφνούλα
μου ’καψε την καρδούλα
κείνη δε μου το δίνει
πολύ καημό μ’ αφήνει
Δε μπορώ ναν τη γελάσω
το χεράκι της να πιάσω

                             ΞΥΠΝΑ ΠΟΥΛΙ ΜΟΥ
Ξύπνα πουλί μου το πρωί κι ανέβα στο κλαράκι
και τίναχ’ τις φτερούγες σου να πέφτουν οι δροσές σου
και μη λαλείς παράωρα την ώρα  μεσονύχτου
κάνεις σημάδια των κλεφτών των καπεταναραίων


















ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΥ        
                 «Ποιος ήταν π’ αναστέναξε και στάθη το καράβι;
                 Αν είν’ από τους δούλους μου, μισθό να του αυξήσω
                 κι αν ειν’ από τους σκλάβους μου, να τον ελευθερώσω.»
                 «Εγώ είμαι π’ αναστέναξα και στάθει το καράβι.
                 Τριων ημερώνε νιόγαμπρος, δώδεκα χρόνια σκλάβος,
                 σήμερα τη γυναίκα μου, άλλος τη στεφανώνει.
                 Ποιος ειν’ άξιος και γρήγορος, άξιος και παλικάρι,
                  τριων ημερών περπάτημα, τρεις ώρες να το κάνω;»
                 Κι οσ’ άλογα τ’ ακούσανε, αίμα εκατουρήσανε
                 κι ένας βλάγκος, παλιόβλαγκος, σαρανταπληγωμένος,
                 εκείνος εχλιμίτρισε με πόνο και του λέει:
                  «Εγώ ειμ’ άξιος και γρήγορος, άξιος και παλικάρι
                 Τριων ημερών περπάτημα, τρεις ώρες να το κάνω
                 Θα μου αυξήνεις την ταϊ και το νερό που πίνω
Κι ώσπου να πεις “έχετε γεια”, σαράντα μίλια παίρνω
κι ώσπου να πούνε “στο καλό”, παίρνω σαράντα πέντε»
Σκαλιά βαρεί το βλάγκο του, σαράντα μίλια παίρνει.
Στο δρόμο που επήγαινε βρίσκει γέρο και κλάδευε
«Γεια σου, χαρά σου γέρο μου.», «Καλώς το παλικάρι.»
«Μα δε μου λες ρε γέροντα, το τίνος ειν’ τ’ αμπέλι;»
«Αχ της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του Σταυράκη
Σήμερα τη γυναίκα του, άλλος τη στεφανώνει.»
«Μα δε μου λες ρε γέρο μου, προκάμω για τη στέψη;»
«Αν έχεις άλογο γοργό, στην εκκλησιά τους βρίσκεις
                  κι αν έχεις άλογο οκνό, στο σπίτι θά ’χουν πάει»
                 Σκαλιά βαρεί το βλάγκο του, σαράντα μίλια παίρνει
                 Επήγε και σταμάτησε στης εκκλησιάς την πόρτα
                 κι ο βλάγκος εχλιμίτριξε κι η κόρη τον ακούει
«Σταμάτα παπά τα στέφανα, πάψε τη λειτουργία
και μένα ήρθε ο Σταύρος μου, ήρθε ο αγαπητικός μου
Καλώς όρισες Σταύρο μου κι εσύ καημένε βλάγκο»

                      

                             ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΜΟΡΦΕΣ
Γι’ αραδιαστείτε στο χορό να πάρω το κοντύλι
να ζωγραφίσω μάτια μου το ρόδινο τ’ αχείλι.
Ας σας αρχίσω να σας πω παινέματα και χάρες,
από τα νύχια ως την κορυφή σας βρίσκω νοστιμάδες.
Να ειπώ για τα μαλλάκια σου που ’ναι σαν το μετάξι,
κάθε τριχούλα γίνεται μαχαίρι να με σφάξει.
Να ειπώ για τα φρυδάκια σου πού ’ναι σαν το γαϊτάνι,
να ειπώ για τα ματάκια σου που παίζουνε παιχνίδια
όταν γυρίζω να τα δω με τρων τα μαύρα φίδια.
Να ειπώ για τη μυτούλα σου, που είναι κοντυλένια,
ζωγράφος τη ζωγράφισε κι η Παναγιά η Παρθένα.
Να ειπώ για τα δοντάκια σου, τα δασοφυτρωμένα,
αγγέλοι τα φυτεύανε κι η Παναγιά η Παρθένα.
Να ειπώ για το σαγόνι σου, στη μέση κάνει βούλα
ζωγράφος το ζωγράφισε κι η Παναγιά η Παρθένα.
Κόρη τα ρούσα σου μαλλιά τα στρογγυλοκομμένα                
αγγέλοι τα φυτεύανε κι η Παναγιά η Παρθένα.

                             ΤΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΩΣ
Στρουμπούλω μου στ’ αλώνια σου
κι έξω στα περιβόλια σου
καθόταν νιος κι ανύπαντρος
κι ένας παλιοπαλίκαρος
Τη Στρουμπούλω εξέταζε
χίλια φλουριά της έταζε
«Στρουμπούλω που ’ν η μάνα σου
κι ο σκύλος ο πατέρας σου;»
«Η μάνα μου πάει στην εκκλησά
κι ο πατέρας στην αγορά.
Η μάνα θά ’ρθει απ’ την εκκλησά
Και θα ’τοιμάσει τα φαγιά.

                             ΠΗΡΑ ΤΑ ΖΑΓΑΡΑΚΙΑ ΜΟΥ
Πήρα τα ζαγαράκια μου και πα να κυνηγήσω
λαγούς και ’λάφια για να βρω και πίσω να γυρίσω
Σαν πήγα και τα έβαλα εκεί ψηλά στα όρη
μου βγάλαν τα ζαγάρια μου μια πλουμισμένη κόρη
που έπλενε και λεύκαινε σε πλάκα μαρμαρένια.
Της δίνω το μαντήλι μου της  κόρης να το πλύνει
και κείνη στάθη έξυπνη και πίσω μου το δίνει.
«Ξένε μου το μαντήλι σου δεν ημπορώ να πλύνω
Ήρθε η ώρα στις εννιά και δεν μπορώ να μείνω»
«Κι αν ήρθε’ η ώρα στις εννιά πάμε στην κάμαρά μου
πού ’χω μπουζούκια και βιολιά να παίξουμε κυρά μου»

                             ΠΕΝΤΕ ΔΕΚΑ ΠΑΠΑΔΙΕΣ
Πέντε δέκα παπαδιές κι άλλες τόσες καλογριές
πήγανε να θερίσουνε και να βοτανίσουνε
κει που θερίζανε και κει που βοτανίζανε
βρήκαν ένα λαβωμένονε
«Μάνα να τόνε πάρουμε
τον ξένο να τον γειάνουμε»
«Και τι να τόνε κάνουμε;
Εμείς ψωμί δεν έχουμε»
«Μάνα το μοιραδάκι μου
μάνα να φάει η αγάπη μου»

                             ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ 1
Σήμερα στο σπίτι σου που είναι μαζεμένοι
κάνει ο χάρος μια χαρά, παντρεύει τον υγιό του.
Καλεί τους νέους για χορό, τους γέρους για τραγούδια.
Εκάλεσε και σένανε τραπέζι να σερβίρεις
τις νιόνυφες τις μικροπαντρεμένες
Κάλεσε τα μικρόπαιδα ποτήρια να σηκώσουν

                            
ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ 2
Του χάρου η μάνα έλεγε, του χάρου η μάνα λέει:
«Μαζεύτε νιες τους άντρες σας, μανούλες τα παιδιά σας,
εβγήκε ο γιος μου κυνηγός, πουλιά να κυνηγήσει.
Δεν κυνηγάει πουλιά είτε πέρδικες
κυνηγάει στα μαγαζιά τους λεβέντες.

            ΤΙ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΠΟΥ ΓΕΡΑΣΑ
«Τι με κοιτάς που γέρασα
 κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου
 εγέρασα και δε μπορώ
 το τραγουδάκι π’ αγαπώ»
«Δεν το λέω το τραγούδι
 π’ αγαπάς
 γιατί εμένανε δεν αγαπάς

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΝΑ ΜΗ ΛΟΥΣΤΕΙΣ
Παρασκευή να μην λουστείς
Σαββάτο μην αλλάξεις
Την  Κυριακή απολείτουργα
Στην πόρτα σου να κάτσεις
που θα ’μπολήκει η εκκλησιά
που θα βγούν οι άντρες
νά ’χεις το νου σου
μη μιλήσει τ’ όνομά σου

           ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ 1
Το κανίσι που σου στέλνουμε του δικαστή να δώσεις
Μην τη δικάσει χρόνια, μην τη δικάσει ’σόβια
τα χρόνια ’ναι πολλά και τα ’σόβια είναι μεγάλα
να του ζητήσεις τρίμερο στο ταίρι σου να πας
Κινάω κι έρχομαι
βρίσκω τις πόρτες σφαλιστές και τα κλειδιά παρμένα
με σιδερένιες κλειδωνιές, με μαρμαρένιες πόρτες
κι έτσι δεν έρχουμε

          ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑ ΤΟΥ ΛΗΣΤΗ
            1
Εγώ ήμουνα φοιτητής
και τώρα έγινα ληστής
για μια πρώτη ξαδέρφη μου
-          για μια πρώτη ξαδέρφη μου –
αυτή ήτανε το ντέρτι μου
Βαθιά βαθιά στη ρεματιά
μια βλαχοπούλα έπλενε,
τ’ απόσπασμα επέναργε
κι ο Φώτης – μωρ’ βλαχοπούλα-
κι ο Φώτης την ερώταγε
«Μην ειν’ στρατιώτες στο χωριό
μην ειν’ και το ευζωνικό»
Το Φώτη – μωρ’ βλαχόπουλο μου-
Το Φώτη τον επιάσανε
και παν να τον χαλάσουνε
Κι η μάνα του σαν τό’ μαθε
αμέσως ετρελάθηκε
«Το Φώτη μη χαλάσετε
’σόβια να τον δικάσετε»

            2
Βαθιά βαθιά –Φώτη Γιαγκούλα- στη ρεματιά
και μες στα Σέρβικα χωριά
μια βλαχοπούλα έπλενε
και ο Γιαγκούλας πέρναγε.
-Γειά σου χαρά σου λυγερή
-Καλώς το Φώτη το ληστή
-Μην είν’ στρατιώτες στο χωριό
μην ειν’ και το ευζωνικό
-Δεν είν’ στρατιώτες στο χωριό
δεν είν’  και το ευζωνικό
Το Φώτη τον επιάσανε
και παν να τον χαλάσουνε.
Η μάνα του σαν τ’ άκουσε
αμέσως τελεγράφησε
«Το Φώτη μη χαλάσετε
’σόβια να τον δικάσετε»

   
ΜΑΣ ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ
Μας πήραν την Ελένη
καθώς ήταν στολισμένη.
Μας την πήρανε και πάει
της Καρίπαινας το πλάι
«Με στενεύουν τα παπούτσια,
να τα σκίσω τα μαγκούφια,
να τα στείλω στον τσαγκάρη
να μου δώσει άλλο ζευγάρι»

     Η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ
« Πέρασε – μωρ’ Παναγιώτα μ’-
πέρασε ένα καλοκαίρι
και δε μού ’στειλες χαμπέρι»
«Τι χαμπέρι να σου στείλω
που ’πιασα καινούριο φίλο»
Φίλος ειν’ – μωρ’ Παναγιώτη μ’-
φίλος είναι τον αφήνω

ΚΙΤΡΟΛΕΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΑ ΜΟΥ
«Κιτρολεμονιά και μαντζουράνα μου
απάρνει τους δικούς σου κι έλα ’ντάμα μου»
«Πώς να τους απαρνηθώ
και πώς να τους το πω πού ’μαι κοριτσάκι δώδεκα ετών»

ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΚΑΗΜΕΝΕ ΠΛΑΤΑΝΕ
-Τι έχεις καημένε πλάτανε που είσαι πικραμένος,
μήπως βοριάς με φύσηξε, μήπως κανά χαλάζι
-Μήτε βοριάς με φύσηξε, μητε κανά, χαλάζι
Αλή Πασσάς επέρασε με όλο του τ’ ασκέρι
όλοι στον ίσκιο κάτσανε κι όλοι με ντουφεκάνε

ΤΗΣ ΦΙΛΕΝΑΔΑΣ
Σαν πήρα έναν ανήφορο
και βγήκα ιδρωμένος
-πως το ’παθα ο καημένος
πάω τα χαιρετίσματα,
τα πάω μιας φιλενάδας,
πάω και δεν τη βρίσκω εκεί,
-πως το ’παθε η καημένη-
στον αργαλειό και υφαίνει,
σαν δεν ήξερε να υφάνει,
τα μασούρια τι τα βάνει;

ΑΠΟΨΕ ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
-Απόψε στ’ όνειρό μου και στο προσκέφαλό μου,
είδα σε πύργο κι έμπαινα, σε περιβόλι κατέβαινα,
ξήγα μάνα τ’ όνειρο που είδα το κακόμοιρο
-Ο πύργος ειν’ ο άντρας σου, το περιβόλι ο γάμος σου
τα τρία ποτάμια το νερό, κόρη μου, το συμπεθεριό σου

ΓΙΑ ΔΕΣ ΛΕΒΕΝΤΗ
Για δες λεβέντη πω ’χουμε και σούρνει το χορό μας,
άσπρος είναι κι άσπρα φορεί, τι ωραία που του πάνε
σούρνει και το γελάκι του, μαγιάτικο λουλούδι
Ο Μάης φέρνει τη δροσιά κι ο Απρίλης τα λελούδια
κι ο Θεριστής τα κρύα νερά που πίνουν τα παλικάρια

ΓΙΑΝΝΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΟΥΔΗ
Ο Γιάννος και η Μαρουδή σ’ ένα σχολείο διαβάζουν
Ο Γιάννος γράφει στο χαρτί κι η Μαρουδή στην πλάκα
Δυο χρόνια αγαπιόσαντε κρυφά απ’ τους γειτόνους
Μια μέρα ο Γιάννος εξεστόμισε, της μάνας του το λέει
-Μάνα τη Μάρω αγαπώ, γυναίκα να την πάρω
-Φωτιά Γιάννο μ’ στο στόμα σου και λαύρα στο κορμί σου,
η Μάρω είναι ξαδέρφη σου, πρώτη ξαδέρφισσά σου

ΕΣΕΙΣ ΒΟΥΝΑ ΜΟΥ ΟΜΟΡΦΑ(Ο ΑΡΝΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ)
Εσείς βουνά μου όμορφα, βουνά μου παινεμένα
μην είδατε τον αρνητή, τον ψεύτη της αγάπης;
με φίλησε, με πρόδωσε, είπε πως θα με πάρει
και τώρα με παράτησε, ποιος ξέρει τι θα κάμει




ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ
Όλο τον κόσμο – καημένη Ελένη – όλο τον κόσμο γύρισα
κι όλη την οικουμένη
άλλη δεν ήβρα σαν την Ελένη
Μαύρα μου μάτια, κόκκινα χείλη,
έβγα Ελένη στο παρεθύρι,
να δεις τον ήλιο και το φεγγάρι
να δεις το νέο που θα σε πάρει

ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Εγώ είμαι ’κείνο το παιδί, το παραπονεμένο
που μ’ έχει η μανούλα μου, στο δρόμο πεταμένο
κοιμάμαι πότε νηστικό και πότε χορτασμένο
Κανείς δε βρέθει χριστιανός και λαδοβαφτισμένος,
να μου μαζώξει τα παιδιά, τα πέντε ριμασμένα
κοιμόνται πότε νηστικά και πότε διψασμένα
κρίμα στα δόλια τ’ αρφανά.

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΟΠΟΥ ΠΕΡΝΑΓΑ
Στο δρόμο όπου πέρναγα, τώρα δεν περνάω
έπιασα άλλη γειτονιά και παίζω και γελάω
Με τσιγάρο νόημα και με την πίπα μάτι
και με το συχνοπέρασμα έπιασα μιαν αγάπη
-Δυο λόγια έχω να σου πω, στα χείλη μου γραμμένα
πότε θα σμίξουμε τα δυο, να σου τα πω ένα ένα
-Με τα σκοινιά του καραβιού με δέσαν οι γονείς μου
και μέσα με κλειδώσανε να σ’ αρνηθώ πουλί μου
Μήτε να σ’ αρνηθώ μπορώ μήτε να σε ξεχάσω.

 ΓΑΡΓΑΛΙΑΝΙΩΤΙΣΣΑ
Για  μια Γαργαλιανώτισσα
δασκάλα και Πυργιώτισσα,
την έδερν’ η μητέρα της
κρυφά απ’ τον πατέρα της.
Με δυο βεργούλες βάλσαμο
και τέσσερες βασιλικό
-Μωρ’ που ’ν’ τα σκουλαρίκια σου
τ’ ασημοδαχτυλίδια σου.
-Μάνα μ’ ο Γιώργος τα φορεί
από την άλλη Κυριακή.
Ας φορεί κι ας περπατεί
γιατ’ αύριο θα με παντρευτεί

ΟΛΑ Τ’ ΑΗΔΟΝΙΑ ΤΟ ΠΡΩΪ
Όλα τ’ αηδόνια το πρωί, λαλούν αράδα-αράδα
για να ξυπνούν οι όμορφες να βγαίνουν πατινάδα
Και μια μικρή, μιαν έμορφη, δε θέλει να ξυπνήσει,
η μάνα της δεν την ξυπνά, μην τη βαρυγομήσει.
-Ξύπναγε κόρη μ’, ξύπναγε, επήρε μεσημέρι
 όλος ο κόσμος στη δουλειά και συ ’σαι στο λημέρι
-Δε μπορώ μάνα, δε μπορώ, θα πέσω ν’ αποθάνω.
 Σύρε να φέρεις το γιατρό, παπά να ματαλάβω.
Ώσπου να βγει, ώσπου να μπει η μάν’ από την πόρτα
μπαίνει κι ο νιος οπ’ αγαπάς τη κόρη από πρώτα.
Μα της μιλά, δεν του μιλεί, της κρένει, δεν του κρένει,
σηκώνει και το πάπλωμα, τη βρίσκει πεθαμένη.
Παίρνει νερό και τη ρεντεί, μόσχο και τη μυρίζει
το παχουλό χεράκι της τρέμει και λαχταρίζει

ΤΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ
Σα θε ν’ ακούσετε βιολιά,
τα ντέφια πως βαρούνε,
περάστε απ’ την καθολική
κι απ’ τη Φανερωμένη.
Χορεύει η Γαλανή μπροστά
κι ο Δήμος παραπίσω
κι απ’ το πολύ της λύγισμα,
κι απ’ το πολύ καμάρι,
της ’κόπη τ’ αργυρό κουμπί
και ’φάνη το βυζί της.
Κι ο Δήμος χαμογέλασε
κι η Γαλανή πικράθη.
-Σκύψε Δήμο και δώσ’ μου το,
σκύψε βρε Δήμο πάρε το
και δώσ’ το μου στο χέρι


ΤΗΣ ΒΕΛΟΥΔΩΣ
Γύραν τ’ απόσκια, γύρανε
και πήρε και βραδιάζει
και συ Βελούδω μ’ δε φαίνεσαι,
στο μύλο τέτοιαν ώρα.
Εκεί ’ναι τούρκος μυλωνάς
κι αράπης πασπαλιάρης.
Παίρνει για ’ξα το άλεσμα
παίρνει για ‘ξα το άλογο
φιλεί τα μαύρα μάτια.
Σου ’πα Βελούδω μ’ να μην πας

ΝΥΦΙΑΤΙΚΟ
-Νυφούλα μ’ ωραιότητα και στρογγυλό φεγγάρι,
πόσα φλουριά τ’ αγόρασες, αυτό το παλικάρι;
-Χίλια φλουριά τ’ αγόρασα και πεντακόσια γρόσια
απ’ την καλή του λεβεντιά κι απ’ τη χρυσή του γλώσσα.
-Σήκω νύφη το χέρι σου και κάνε το σταυρό σου,
να ζήσει το ταιράκι σου, να ζήσει ο σύντροφός σου.
Σαν κυπαρίσσι να σταθείς, Σα δέντρο να ριζώσεις
Μέλι να  ’χεις στον άντρα σου, γλυκά στην πεθερά σου,
ζάχαρη στην κουνιάδα σου κι αϊτό στη γειτονιά σου



ΤΗΣ ΤΡΙΣΕΥΓΕΝΗΣ
Τρισεύγενη στο γάμο σου
και στα καλέσματά σου,
τα χιόνια ’λεύρια να γίνουν
και τα ποτάμια λάδι
και οι θάλασσες γλυκά κρασιά
να πιούνε οι συμπεθέροι
-Παιδιά καλώς ορίσατε

ΛΕΛΟΥΔΙ ΜΟΥ
-Λελούδι μου τ’ είσαι κίτρινο
λελούδι μαραμένο
και μοσκομυρισμένο
Μη σε πατούν τα πρόβατα,
μη σε πατούν τα γίδια
-Δε με πατούν τα πρόβατα,
δε με πατούν τα γίδια,
’να πούστικο με γέλασε
και λέει πως θα μ’ αφήσει
Κι αν θα μ’ αφήσεις πούστικο,
τι λες, τι θα μου κάνεις;
Στις δυο στις τρεις θα λούζουμαι
στις πέντε θε ν’ αλλάζω
και στις εφτά και στις οχτώ
θα μπαίνω να χορεύω
τους νέους να τρελαίνω

ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΟΥ
Φεγγάρι μου που ’σαι ψηλά
και φέγγεις στα σκοτάδια,
για πες μου η αγάπη μου
σε ποιόν μοιράζει χάδια.
Κι αν την ιδείς να περπατεί
μέσα σε ξένη χώρα χαιρέτα τη, φεγγάρι μου
χίλιες φορές την ώρα.

Η ΠΡΟΣΦΥΓΟΥΛΑ
Ομορφονιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα
Κι η πεθερά σαν το ’μαθε τα δέντρα ξεριζώνει
Δυο φίδια πιάνει ζωντανά, τα ξεροτηγανίζει
“Έλα νύφη να φας ψωμί, χέλια τηγανισμένα”
Και με την πρώτη πιρουνιά η νύφη φαρμακώθη.


















































ΠΕΣΟΝΤΕΣ *

ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ 1912-1922-1940
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ
ΕΤ. ΓΕΝΝΗΣ.
ΕΠΕΣΑΝ
ΧΡ. Α. ΚΥΤΑΡΗΣ

1912-13
ΓΕΩΡΓ. Ι. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

1912-13
ΓΕΩΡΓ. Δ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

1912-13
ΣΤΑΜ. Δ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ

1912-13
ΑΘ. ΑΒΡ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
1896
1912-13
ΣΩΤ. Γ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΘ/ΓΟΣ
1897
1922
Ι. Β. ΜΥΛΩΝΑΣ
1900
1922
ΣΠΥΡ. Π. ΓΚΟΛΦΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
1896
1922
Ι. Β. ΚΡΙΕΛΕΣΗΣ
1895
1922
Κ. ΑΝΔ. ΚΟΥΤΣΗΣ
1892
1922
ΧΡ.Β. ΑΝΑΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
1895
1922
ΑΝΤ. Δ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
1894
1922
Β. Ν. ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΟΣ

1948
Κ. Γ. ΧΡΙΣΤΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
1906
1940
ΓΡ. Δ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ
1904
1922
Δ. ΑΛ. ΝΤΕΜΟΣ

1922
Κ.Β. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΌΣ
1920
1940
Ν. ΗΡ. ΚΕΦΑΛΟΥΡΟΣ
1912
1940
Κ. Δ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ
1924
1948
ΧΡ. Δ. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΘ/ΓΟΣ
1921
1948
ΑΘ. Θ. ΜΠΙΡΜΠΑΣ
1912
1940
ΑΝΑΣΤ. Ι. ΓΚΟΥΒΕΡΟΣ
1925
1948
Ν. Α. ΚΑΛΟΥΔΗΣ
1912
1940
Β. Δ. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΤΛΟΣ ΑΝΘ/ΓΟΣ

1948
ΘΕΟΔ. Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
1915
1948
Π. Ι. ΛΙΟΥΝΤΑΣ
1900
1922

  • Ο παραπάνω πίνακας πεσόντων βρίσκεται σε μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη στη βάση του καμπαναριού της εκκλησίας του Αγ. Βασιλείου. Τα έτη γεννήσεως έχουν προστεθεί σ’ αυτόν τον πίνακα μετά από έρευνα που πραγματοποίησε ο Γραμματέας της πρώην Κοινότητας Δημήτρης Στεργιόπουλος. 







ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΗΧΗΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΣΤΟ CD












ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ         Υ.Γ.

Στους μαθητές μου των χρόνων 1988-1992 που συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο μέρος αυτού του υλικού.
Ειδικότερα στο Τζίμη Σταματόπουλο που ευγενικά μου επέτρεψε να χρησιμοποιήσω το φωτογραφικό του αρχείο.
Στο Δημήτρη Στεργιόπουλο, γραμματέα της κοινότητας, για την αμέριστη συμπαράστασή του.
Στα παιδιά μου που βοήθησαν τόσο στη συγκέντρωση και ταξινόμηση του υλικού όσο και στη συγγραφή της παρούσας.
Στη γυναίκα μου για την υπομονή της.


K. Τερλεπάνη